χρίση

χρίση
η
1. επάλειψη.
2. στην εκκλησιαστική γλώσσα, η επάλειψη με το άγιο χρίσμα, μύρωση.
3. θρησκευτική τελετή, κατά την οποία χρίζονταν οι επίσκοποι και οι βασιλιάδες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρίση — η / χρῑσις, ίσεως, ΝΜΑ [χρίω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χρίω, επίχριση, επάλειψη 2. επίσημη ανακήρυξη αξιωματούχου, αναγόρευση, ιδίως ηγεμόνα ή επισκόπου νεοελλ. 1. εκκλ. επάλειψη με άγιο μύρο, χρίσμα 2. μτφ. διορισμός αρχ. χρωματισμός… …   Dictionary of Greek

  • χρίσῃ — χρί̱σῃ , χρίω touch the surface of a body slightly aor subj mid 2nd sg χρί̱σῃ , χρίω touch the surface of a body slightly aor subj act 3rd sg χρί̱σῃ , χρίω touch the surface of a body slightly fut ind mid 2nd sg χρί̱σηι , χρῖσις smearing fem dat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste der griechischen Vornamen — Dies ist eine Liste heute gebräuchlicher griechischer Vornamen. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft griechischer Vornamen 2 Kurz und Kosenamen 2.1 Bildung der Kurznamen 2.2 Koseformen 2.3 Kurzformen der Koseformen …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Vornamen — Dies ist eine Liste heute gebräuchlicher griechischer Vornamen. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft griechischer Vornamen 2 Kurz und Kosenamen 2.1 Bildung der Kurznamen 2.2 Koseformen …   Deutsch Wikipedia

  • έγχρισις — ἔγχρισις, η (Α) 1. χρίση, τρίψιμο 2. ελαφρό τραύμα, αμυχή …   Dictionary of Greek

  • ελαίωση — η (Α ἐλαίωσις) νεοελλ. 1. χρίση, επάλειψη με λάδι, λάδωμα 2. ναυτ. η αναταραχή τών υδάτων προς το προσήνεμο τού πλοίου που ελαττώνει την ταχύτητά του περιμένοντας βελτίωση τού καιρού αρχ. 1. θεραπεία με λάδι 2. (αλχημ.) μετατροπή τής συστάσεως… …   Dictionary of Greek

  • χρίσιμος — ον, ΜΑ [χρῑσις] ο κατάλληλος για χρίση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”